- πολυχολία
- η, Νιατρ. πολλή μεγάλη έκκριση χολής και ανεπαρκής αποχέτευσή της στον εντερικό σωλήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + χολή + κατάλ. -ία. Η λ. μαρτυρείται από το 1709 στον Νικ. Μαυροκορδάτο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυχολικός — ή, ό, Ν [πολυχολία] αυτός που έχει πολλή χολή ή πάσχει από πολυχολία … Dictionary of Greek